Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν

См. также в других словарях:

  • αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… …   Dictionary of Greek

  • γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»