-
1 γναμπτός
γναμπτός, gekrümmt, gebogen; Hom. γναμπτῇσι γένυσσιν Iliad. 11, 416, γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Odyss. 4, 369. 12, 332, γναμπτὰς ἕλικας Iliad. 18, 401; ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, in den gebogenen, d. h. geschmeidigen, gelenkigen Gliedern, Versende, Iliad. 11, 669. 24, 359 Odyss. 11, 394. 13, 398. 430. 21, 283; νόημα γναμπτόν, ein biegsamer Sinn, der sich erweichen läßt, Iliad. 24, 41; – δρόμος Pind. I. 1, 57.
-
2 ἰχθυάω
ἰχθυάω, fischen; ἰχϑυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.
См. также в других словарях:
αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… … Dictionary of Greek
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek